κιννάβαρις

κιννάβαρις
κιννάβαρις
cinnabar
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κιννάβαρις — κιννάβαρις, έως, ὁ (Α) 1. το κιννάβαρι* 2. το ερυθρόδανο*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κιννάβαρι*] …   Dictionary of Greek

  • κινναβάρει — κιννάβαρις cinnabar fem nom/voc/acc dual (attic epic) κινναβάρεϊ , κιννάβαρις cinnabar fem dat sg (epic) κιννάβαρις cinnabar fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινναβάριος — κιννάβαρις cinnabar fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιννάβαρι — κιννάβαρις cinnabar fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιννάβαριν — κιννάβαρις cinnabar fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αληθινός — ή, ό (AM ἀληθινός, ή, όν) 1. ο σύμφωνος με την αλήθεια, αψευδής, ακριβής, πραγματικός 2. (για πρόσωπα ή αφηρημένες έννοιες) φιλαλήθης, ειλικρινής, ανυστερόβουλος, αξιόπιστος 3. (για πρόσωπα) ευθύς, σωστός, αρμοστός 4. (για πράγματα) πραγματικός,… …   Dictionary of Greek

  • κινναβαρίζω — (Α) [κιννάβαρις] έχω το χρώμα τού κινναβάρεως, είμαι κόκκινος …   Dictionary of Greek

  • ψάδδα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ κιννάβαρις». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται, πιθ., με τον τ. ψάγδαν*] …   Dictionary of Greek

  • κινναβάρεως — κινναβάρεω̆ς , κιννάβαρις cinnabar fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”